- ἐπιστρέφοντας
- ἐπιστρέφωturn aboutpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Λούθηρος, Μαρτίνος — (Martin Luther, Άισλεμπεν 1483 – 1546). Γερμανός θεολόγος. Καταγόταν από οικογένεια χωρικών και ανατράφηκε με τον συνήθη, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, τρόπο, όπου κυριαρχούσαν η πειθαρχία και η ευσέβεια. Διεξήγαγε τις εγκύκλιες σπουδές του … Dictionary of Greek
Μερλιέ, Οκτάβ-Πιέρ — (Octave Pierre Merlier, Ρουμπέ 1897 – 1976). Γάλλος φιλόλογος, νεοελληνιστής και φιλέλληνας, σύζυγος της Μέλπως Λογοθέτη Μερλιέ. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης μετά την επιστροφή του από το μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου πολέμου.… … Dictionary of Greek
Μιρντάλ, Γκουνάρ — (Gunnar Myrdal, 1898 – 1987). Σουηδός οικονομολόγος, νομικός. Το 1923 αποφοίτησε από τη νομική σχολή του πανεπιστημίου της Στοκχόλμης και το 1927 έλαβε διδακτορικό τίτλο στα οικονομικά. Την περίοδο 1925 29 σπούδασε, κατά περιόδους, στη Γερμανία… … Dictionary of Greek
Μπούτο, Μπεναζίρ — (1953 –). Πακιστανή πολιτικός, η πρώτη πρωθυπουργός μουσουλμανικού κράτους (1988 90). Είναι η μεγαλύτερη κόρη του εκτελεσθέντος το 1979 πρωθυπουργού Ζουλφικάρ Άλι Μπούτο (βλ. λ.). Σπούδασε σε πανεπιστήμιο της Αγγλίας. Επιστρέφοντας στο Πακιστάν… … Dictionary of Greek
Ντίρερ, Άλμπρεχτ — (Albrecht Durer, Νυρεμβέργη 1471 – 1528). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Είναι η πιο σημαντική προσωπικότητα της Γερμανίας του 16ου αι. Με την πολύπλευρη δραστηριότητα του σημειώνει την έναρξη της Αναγέννησης στη Bόρεια Ευρώπη. Τρίτος γιος της… … Dictionary of Greek
обращатисѧ — ОБРАЩА|ТИСѦ (104), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Поворачиваться: къто написаниѥмь наѹчивыи ѥже на въстокъ обращатисѧ на мл҃твѹ. (τὸ πρὸς ἀνατολὰς τετροφϑαι) КЕ XII, 205а; видѣвъ же патрикии бываѥмое. постави отрока о деснѹю себе. и пакы ѡбращашесѧ ѡбразъ и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek